καλλίτοξος

Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A with beautiful bow, E.Ph. 1162.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.

Greek Monolingual

καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.

Greek Monotonic

καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.