καλλίτοξος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτοξος Medium diacritics: καλλίτοξος Low diacritics: καλλίτοξος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΟΞΟΣ
Transliteration A: kallítoxos Transliteration B: kallitoxos Transliteration C: kallitoksos Beta Code: kalli/tocos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful bow, E.Ph. 1162.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.

Russian (Dvoretsky)

καλλίτοξος: (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.).

Greek Monolingual

καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.

Greek Monotonic

καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.

Middle Liddell

καλλί-τοξος, ὁ, ἡ, τόξον
with beautiful bow, Eur.