καλλίτοξος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful bow, E.Ph. 1162.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.
Russian (Dvoretsky)
καλλίτοξος: (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.).
Greek Monolingual
καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.
Greek Monotonic
καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.