κατιθύνω

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ion. and Ep. for

   A κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).

Greek (Liddell-Scott)

κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.

French (Bailly abrégé)

diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.

Greek Monolingual

κατιθύνω (Α)
ιων. και επιτ. τ. του κατευθύνω.

Greek Monotonic

κατῑθύνω: [ῡ], Ιων. αντί κατ-ευθύνω, σε Ηρόδ.