κατιθύνω

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατῑθύνω Medium diacritics: κατιθύνω Low diacritics: κατιθύνω Capitals: ΚΑΤΙΘΥΝΩ
Transliteration A: katithýnō Transliteration B: katithynō Transliteration C: katithyno Beta Code: katiqu/nw

English (LSJ)

Ion. and Ep. for κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Hdt.2.96, cf. Hp.Art.71, Luc. Trag.56, Aristaenet.1.15; κῦμα Mosch.2.121; χεῖρα τοξότιν AP6.188 (Leon.); ῥήματος ἁρμονίην APl.4.226 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 1401] = κατευθύνω, Mosch. 2, 121; Luc. Tragodop. 56; Alcaeus 12 (Plan. 226).

French (Bailly abrégé)

diriger, gouverner.
Étymologie: κατά, ἰθύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ιθύνω recht maken, sturen:. κατιθύνει τὸν πλόον (de steen) zorgt voor een rechte koers Hdt. 2.96.5.

Russian (Dvoretsky)

κατῑθύνω: (ῡ) Luc. = κατευθύνω.

Greek Monolingual

κατιθύνω (Α)
ιων. και επιτ. τ. του κατευθύνω.

Greek Monotonic

κατῑθύνω: [ῡ], Ιων. αντί κατ-ευθύνω, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατῑθύνω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ κατευθύνω, κ. τὸν πλόον Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Μόσχ. 2. 117, Ἀνθ. ΙΙ. 6.188, Λουκ. Τραγ. 56, κτλ.· κ. ῥήματος ἁρμονίην Ἀνθ. Πλαν. 4. 226.

Middle Liddell

[ionic for κατευθύνω, Hdt.]