κέαται

Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.

English (Autenrieth)

see κεῖμαι.

Greek Monotonic

κέᾰται: κέᾰτο, Επικ. αντί κεῖνται· ἔκειντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του κεῖμαι.