κέαται
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
Epic 3 pl. pres. of κεῖμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.
Russian (Dvoretsky)
κέαται: эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к κεῖμαι.
Greek (Liddell-Scott)
κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.
English (Autenrieth)
see κεῖμαι.
Greek Monotonic
κέᾰται: κέᾰτο, Επικ. αντί κεῖνται· ἔκειντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του κεῖμαι.