κελαινόφρων

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.

German (Pape)

[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit sombre, à l’âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.

Greek Monolingual

κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].

Greek Monotonic

κελαινόφρων: -ον (φρήν), κακόκαρδος, κακόψυχος, σε Αισχύλ.