κοινοβουλέω

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.

Greek Monotonic

κοινοβουλέω: (βουλή), αποφασίζω από κοινού, σε Ξεν.