κράντωρ

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6.    II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).

Greek (Liddell-Scott)

κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.

Greek Monolingual

κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).

Greek Monotonic

κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.