λάδανον

Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. λήδανον.

German (Pape)

[Seite 5] τό, Baumharz, Gummi, nach Her. 3, 112 die arabische Benennung, griechisch λήδανον.

Greek (Liddell-Scott)

λάδᾰνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. λήδανον.

Greek Monotonic

λάδᾰνον: Ιων. λήδανον, τό, αρωματική τσίκλα, μαστίχα, κόμμι, σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.).