Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσίκλα

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και τσίχλα, η, Ν
(τροφ. τεχνολ.) προϊόν που παράγεται από τον γαλακτώδη χυμό φυτού του γένους αχράς και από παρόμοιες ελαστικές ουσίες με την προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ουσιών και το οποίο μασιέται για τη γεύση και το άρωμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chicle < ισπ. chicle < chictli / tzictli, λ. της γλώσσας Νάχουατλ].