μαστίχα
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
Greek Monolingual
η, και μαστίχι, το (AM μαστίχη, Μ και μαστίχα)
βοτ. αρωματική ρητίνη που λαμβάνεται ως έκκριμα από εντομές στον κορμό και στα κλαδιά του μαστιχόδεντρου και άλλων συγγενών φυτών
νεοελλ.
1. οινοπνευματώδες αρωματικό ποτό που περιέχει μαστίχα
2. ζαχαρόπηκτο παρασκεύασμα με μαστίχα για μάσημα
νεοελλ.-μσν.
γλυκό του κουταλιού που περιέχει μαστίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαστίχη (αρχ. «ουσία που μασάει κανείς με τα δόντια») είναι υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαστιχῶ «τρίζω τα δόντια», συνεκδ. «μασώ». Ο τ. μαστίχ-α μεταπλασμένος τ. του μαστίχ-η κατά τα θηλ. σε -α (πρβλ. βελόνη - βελόνα, καλύβη - καλύβα κ.ά.)].