κλημάτινος

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

η, ον,

   A of vine-twigs, πῦρ Thgn.1360; κονία Dsc.Alex.22; τέφρα Id.5.117, Ther.19, Antyll. ap. Orib.10.12.2.

German (Pape)

[Seite 1450] von Weinreben gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλημάτῐνος: -η, -ον, ἐκ κλήματος, πῦρ Θέογν. 1360· κονία Διοσκ. Ἀλεξ. 22.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sarment.
Étymologie: κλῆμα.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM κλημάτινος, -ίνη, -ον) κλήμα
κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη
η τέφρα από κλάδους αμπέλου.

Greek Monotonic

κλημάτῐνος: -η, -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.