λιπανδρέω
English (LSJ)
A to be in want of men, Ephor.216 J.
Greek (Liddell-Scott)
λιπανδρέω: πάσχω ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, ἔλλειψις ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manquer d’hommes.
Étymologie: λείπω, ἀνήρ.
Greek Monotonic
λῐπανδρέω: (λείπομαι, ἀνήρ), πάσχω από έλλειψη ανδρών, σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, ἡ, έλλειψη ανδρών, στον ίδ.