λιπανδρέω

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A to be in want of men, Ephor.216 J.

Greek (Liddell-Scott)

λιπανδρέω: πάσχω ἔλλειψιν ἀνδρῶν, Ἔφορ. 53, Στράβ. 279· καὶ λῐπανδρία, ἡ, ἔλλειψις ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 596· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
manquer d’hommes.
Étymologie: λείπω, ἀνήρ.

Greek Monotonic

λῐπανδρέω: (λείπομαι, ἀνήρ), πάσχω από έλλειψη ανδρών, σε Στράβ.· και λῐπ-ανδρία, , έλλειψη ανδρών, στον ίδ.