ληϊστός

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be carried off as booty, to be won by force, Il.9.406: also in form λεϊστός, ib.408, Inscr.Prien.268c5.

German (Pape)

[Seite 39] (ληΐζομαι), erbeutet, als Beute weggeführt, Il. 9, 406, auch λεϊστή, 408.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
emmené comme butin, pillé.
Étymologie: adj. verb. de ληΐζομαι.

Greek Monolingual

ληϊστός, -ή, -όν (Α) βλ. λεϊστός.

Greek Monotonic

ληϊστός: -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως λεία, που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ φωνήεν), λεϊστός, στο ίδ.