λεϊστός

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεϊστός Medium diacritics: λεϊστός Low diacritics: λειστός Capitals: ΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: leïstós Transliteration B: leistos Transliteration C: leistos Beta Code: lei+sto/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ληϊστός.

German (Pape)

[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. ληϊστός.

Russian (Dvoretsky)

λεϊστός: ион. = ληϊστός.

Greek (Liddell-Scott)

λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.

English (Autenrieth)

see ληϊστός.

Greek Monolingual

λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

λεϊστός: -ή, -όν, = ληϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.