Κωπαΐς
Greek (Liddell-Scott)
Κωπαΐς: ΐδος, συνῃρ. Κωπᾷς, ᾷδος, ἡ, ἐκ Κωπῶν ἢ παρὰ τὰς Κώπας (πόλιν τῆς Βοιωτίας), ἡ Κ. λίμνη Στράβ. 410, κ. ἀλλ. 2) ἐγχέλεις Κωπαΐδες, ἐκ τῆς Κωπαΐδος λίμνης, αἵτινες καὶ ὀνομασταὶ ἦσαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 880, Κωπᾷδ’ ἔγχελυν αὐτόθι 962· καὶ ἄνευ τοῦ οὐσιαστ., Κωπᾴδων σπυρίδας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1005· Κωπᾴδων ἁπαλῶν τεμάχη Στράττ. ἐν «Φιλοκτήτῃ» 1, κλ.
Greek Monotonic
Κωπαΐς: -αΐδος, συνηρ. Κωπᾷς, -ᾷδος, ἡ,
1. αυτός που ανήκει ή είναι κοντά στην Κωπαΐδα (στην Βοιωτία), ἡ. Κ. λίμνη, η λίμνη Κωπαΐδα, σε Στράβ.
2. ἐγχέλεις Κωπαΐδες, χέλια από τη λίμνη της Κωπαΐδας, σε Αριστοφ.