Μαριανδυνοί
Greek (Liddell-Scott)
Μαριανδῡνοί: οἱ, λαός τις τῆς Βιθυνίας, Ἡρόδ. 1. 28, κτλ.· - ὅθεν Μαριανδυνὸς θρηνητήρ, ἐπὶ ἀνθρώπου θρηνοῦντος ἀγρίους βαρβαρικοὺς θρήνους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 937· πρβλ. Κίσσιος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαριανδυνὸς θρῆνος· δαιμονίως γὰρ περὶ τοὺς θρήνους σπουδάζουσιν, ἄλλοι εἶδος ᾠδῆς τωθαστικῆς».
Greek Monotonic
Μαριανδῡνοί: οἱ, λαός της Βιθυνίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μαριανδυνὸς θρηνητήρ, κάποιος που εκστομίζει έναν άγριο, βαρβαρικό θρήνο, σε Αισχύλ.· πρβλ. Κίσσιος.