λευκότριχος

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 35] s. λευκόθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.

Greek Monolingual

-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.

Greek Monotonic

λευκότρῐχος: -ον, βλ. λευκόθριξ.