μάταν

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv., Dor. for μάτην.

   II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ,

   A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).

Greek (Liddell-Scott)

μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.

English (Slater)

μᾰτᾱν
   1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)

Greek Monolingual

(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.———————— (II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».

Greek Monotonic

μάταν: Δωρ. αντί μάτην.