μαστιγώσιμος
English (LSJ)
ον,
A that deserves whipping, Luc.Herod.8.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγώσῐμος: -ον, ἄξιος μαστιγώσεως, Λουκ. Ἡρόδ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: μαστιγόω.
Greek Monolingual
μαστιγώσιμος, -ον (Α) μαστιγώνω
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί.
Greek Monotonic
μαστῑγώσῐμος: -ον, αυτός που αξίζει μαστίγωμα, σε Λουκ.