μαστιγώσιμος

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγώσῐμος Medium diacritics: μαστιγώσιμος Low diacritics: μαστιγώσιμος Capitals: ΜΑΣΤΙΓΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: mastigṓsimos Transliteration B: mastigōsimos Transliteration C: mastigosimos Beta Code: mastigw/simos

English (LSJ)

μαστιγώσιμον, that deserves whipping, Luc.Herod.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: μαστιγόω.

Russian (Dvoretsky)

μαστῑγώσῐμος: заслуживающий ударов бича Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῑγώσῐμος: -ον, ἄξιος μαστιγώσεως, Λουκ. Ἡρόδ. 8.

Greek Monolingual

μαστιγώσιμος, -ον (Α) μαστιγώνω
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί.

Greek Monotonic

μαστῑγώσῐμος: -ον, αυτός που αξίζει μαστίγωμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μαστῑγώσῐμος, ον
that deserves whipping, Luc.