(sc. γυνή), ίδος, ἡ,
A Median woman, Hdt.1.91.
(ἡ) :femme mède.Étymologie: Μῆδοι.
η (Α Μηδίς και Μήδισσα)βλ. Μήδος.
Μηδίς: (ενν. γυνή), ἡ, γυναίκα Μηδικής καταγωγής, σε Ηρόδ.