Μηδίς

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(sc. γυνή), ίδος, ἡ,

   A Median woman, Hdt.1.91.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
femme mède.
Étymologie: Μῆδοι.

Greek Monolingual

η (Α Μηδίς και Μήδισσα)
βλ. Μήδος.

Greek Monotonic

Μηδίς: (ενν. γυνή), ἡ, γυναίκα Μηδικής καταγωγής, σε Ηρόδ.