Μήδος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ο, θηλ. Μηδίς (Α Μῆδος, θηλ. Μηδίς και Μήδισσα, Μ Μήδιος)
ο κάτοικος της Μηδίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Μηδία. Το θηλ. Μηδίς < Μῆδος + επίθημα -ίς (πρβλ. Ελληνίς)].