νηΐτης

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. masc.
naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.
Étymologie: ναῦς.

Greek Monotonic

νηΐτης: [ῑ], -ου, ὁ (ναῦς), αυτός που ανήκει σε πλοίο, αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς νηίτης, στόλος, σε Θουκ.