ξενοδώτης

Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ, dub. sens., epith. of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδώτης: -ου, ὁ, ὁ ξενίαν παρέχων, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure des hôtes.
Étymologie: ξένος, δίδωμι.

Greek Monolingual

ξενοδώτης, ὁ (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δώτης (< δί-δωμι), πρβλ. ηπιο-δώτης, οινο-δώτης.

Greek Monotonic

ξενοδώτης: -ου, ὁ, οικοδεσπότης, ξενοδόχος, ξενιστής, επιθ. προσδιορισμός του Βάκχου, σε Ανθ.