γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ο (Α οἰκοδεσπότης)ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρηςαρχ.1. ντόπιος κυβερνήτης2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.