μνηστύς

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for μνηστεία,

   A wooing, courting, asking in marriage, παύσεσθαι . . μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; μή πως . . καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ] 16.294.

German (Pape)

[Seite 196] ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ μνηστεία, μνήστευσις ζήτησις εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
demande en mariage.
Étymologie: μνάομαι.

English (Autenrieth)

υος: wooing, courting. (Od.)

Greek Monolingual

μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνησ-τύς)].

Greek Monotonic

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.