αρραβώνας
Greek Monolingual
ο (AM ἀρραβών, -ῶνος)
1. (νομ.) χρηματική προκαταβολή που δίνεται από τον αγοραστή, το καπάρο
2. η πρόγευση
μσν.- νεοελλ.
1. η τελετή κατά την οποία επισημοποιείται η σχέση ενός ζεύγους με την ανταλλαγή δαχτυλιδιών, η μνήστευση
2. εκκλ. η ανταλλαγή των δαχτυλιδιών στην πρώτη φάση του μυστηρίου του γάμου
νεοελλ.
1. ο χρόνος που το ζεύγος παραμένει αρραβωνιασμένο
2. το δαχτυλίδι που φέρουν οι μνηστευμένοι από την ημέρα του αρραβώνα, η βέρα
αρχ.
μτφ. η εγγύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη (πρβλ. εβρ. ērābōn «ενέχυρο») χωρίς να είναι βέβαιο ότι είναι σημιτικής προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από την εγγύς Ανατολή (αιγυπτ. 'rb). Εξάλλου η λ. ανήκει στο ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται κατά τις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο έχει δεχθεί αρκετά σημιτικά δάνεια].