οἰκτρόγοος

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.

Greek Monolingual

οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρό-γοος, οξύ-γοος)].

Greek Monotonic

οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.