ὀλιγόσαρκος

Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A with little flesh, Luc.Abd.29, Gal.14.45, Herod. Med. ap. Orib.10.18.7 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigem Fleische, Luc. abdicat. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας σάρκας, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a peu de chair.
Étymologie: ὀλίγος, σάρξ.

Greek Monolingual

και λιγόσαρκος, -η, -ο (ΑΜ ὀλιγόσαρκος, -ον)
ισχνός, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό-σαρκος].

Greek Monotonic

ὀλῐγόσαρκος: -ον (σάρξ), λιπόσαρκος, αδύνατος, σε Λουκ.