λιπόσαρκος

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόσαρκος Medium diacritics: λιπόσαρκος Low diacritics: λιπόσαρκος Capitals: ΛΙΠΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: lipósarkos Transliteration B: liposarkos Transliteration C: liposarkos Beta Code: lipo/sarkos

English (LSJ)

λιπόσαρκον, lean, thin, Hp.Ep.17, v.l. in Opp.C.2.106 (cf. λιπόσαρξ); σκῆνος λ., of the skeleton, IG14.2131 [ῐ]; of wounds, leaving a hollow, Hippiatr.77.

German (Pape)

[Seite 52] dasselbe, Hippocr.; Opp. Cyn. 2, 106.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόσαρκος: -ον, ὁ ἀποβαλὼν σάρκα, ἰσχνός, Ἱππ. 1279. 54, Ὀππ. Κυν. 2. 106.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λιπόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λίγες σάρκες, ισχνός, αδύνατος
μσν.
(για πληγή) αυτή που αφήνει οπή, ουλή
αρχ.
φρ. «σκῆνος λιπόσαρκον» — σκελετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός)].