λιπόσαρκος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
λιπόσαρκον, lean, thin, Hp.Ep.17, v.l. in Opp.C.2.106 (cf. λιπόσαρξ); σκῆνος λ., of the skeleton, IG14.2131 [ῐ]; of wounds, leaving a hollow, Hippiatr.77.
German (Pape)
[Seite 52] dasselbe, Hippocr.; Opp. Cyn. 2, 106.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόσαρκος: -ον, ὁ ἀποβαλὼν σάρκα, ἰσχνός, Ἱππ. 1279. 54, Ὀππ. Κυν. 2. 106.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιπόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λίγες σάρκες, ισχνός, αδύνατος
μσν.
(για πληγή) αυτή που αφήνει οπή, ουλή
αρχ.
φρ. «σκῆνος λιπόσαρκον» — σκελετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός)].