παιδολύμας
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, Kinder verderbend; bei Aesch. Ch. 596 ἡ Θεστιάς.
Greek (Liddell-Scott)
παιδολύμας: [ῡ], ου, ὁ, (λύμη) ὁ καταστρέφων τέκνα, ἁ. π. Θεστιὰς Αἰσχύλ. Χο. 605· ἀλλ’ ἐπειδὴ τὸ οὐσιαστ. εἶναι θηλ., ὁ Dind. διορθοῖ παιδολυμάς, άδος, ἡ, πρβλ. ἐρικύμων.
Greek Monotonic
παιδολύμας: [ῡ], -ου, ὁ, αυτός που καταστρέφει τα παιδιά, σε Αισχύλ.