λύμη

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡ́μη Medium diacritics: λύμη Low diacritics: λύμη Capitals: ΛΥΜΗ
Transliteration A: lýmē Transliteration B: lymē Transliteration C: lymi Beta Code: lu/mh

English (LSJ)

ἡ,
A outrage, maltreatment, esp. by maiming, ἐπὶ λύμῃ = for the sake of insult, Hdt.2.121. δ; δόμων ἐπὶ λύμῃ A.Th. 880 (lyr.); ὑπ' ἄφρονι λύμᾳ Id.Eu.377 (lyr.); ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Hdt.2.162; ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Pl.Lg.919c; λ. καρπῶν καὶ προβάτων X.Oec.5.6; χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης besides the mischief done, Hp.Fract.3: freq. in plural, outrages, indignities, λυμαίνεσθαι λύμῃσι Hdt.6.12; χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς S.El.1196, cf. 1195; φθείρειν λύμαις ἐχθίσταις Ar.Av. 1068; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις A.Pr.148 (lyr.), cf. 427 (lyr.); ἐπὶ ταῖς ἐρεθιζούσαις τὸν νουθετούμενον λύμαις Phld.Lib.p.8 O.
II corruption, καθάπερ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῖπες… συμφυεῖς εἰσι λῦμαι Plb.6.10.3.
III damage in financial sense, πρὸς λύμην τῶν βασιλικῶν φόρων PMasp.2 iii 18 (vi A. D.), cf. 4.16 (vi A. D.); injury from disease, Ruf.Fr.64.

German (Pape)

[Seite 70] ἡ, schmähliche Behandlung in Worten und Werken, Beschimpfung, Schmach, Mißhandlung, auch übh. Schaden, Verderben; ταῖσδ' ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις Aesch. Prom. 148, wie 425; δόμων ἐπὶ λύμῃ Spt. 861; καὶ χερσὶ καὶ λύμαισι Soph. El. 1187; λύμας ἀντίποιν' ἐμᾶς Eur. Hec. 1074, vgl. Heracl. 471; λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν τι, Ar. Av. 1068; ἐπὶ λύμῃ, um Einem zu beschimpfen, Her. 2, 121, 4, wie σἄνδρα οὕτο αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον, von einem Menschen, dem Nasen u. Ohren abgeschnitten sind, 2, 162; vgl. auch λυμαίνομαι; – ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει, es dürfte der Stadt kein großer Nachtheil daraus erwachsen, Plat. Legg. XI, 919 c; αἱ κύνες τὰ θηρία ἀπερύκουσιν ἀπὸ λύμης καρπῶν καὶ προβάτων Xen. Oec. 5, 6; Sp., wie Pol. 6, 10, 3. – Auch = λῦμα, Besudelung, Unreinigkeit, ποταμὸς πάσας ὑποδεχόμενος τὰς ἀνθρωπείας λύμδς Pol. 5, 59, 11

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 mauvais traitement, dommage ; ruine, perte;
2 impureté, souillure.
Étymologie: R. Λυ ; cf. λῦμα ; lat. polluo.

Russian (Dvoretsky)

λύμη: дор. λύμα (ῡ) ἡ
1 порча, разрушение, вред (κήπους λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν Arph.; οὐκ ἂν γίγνοιτο μεγάλη λ. τῇ πόλει Plat.);
2 нанесение увечья, уродование: αἰοχρῶς λύμῃ διακείμενος Her. позорно обезображенный;
3 позор, поношение, оскорбление: ἐπὶ λύμῃ Her. для поругания;
4 pl. нечистоты (ἀνθρώπειαι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

λύμη: [ῡ], ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.) κακή, ὑβριστικὴ μεταχείρισις, κακοποίησις, φθορά, ὄλεθρος, βλάβη, ἰδίως δι’ ἀκρωτηριασμοῦ, ἐπὶ λύμῃ, ἐπὶ ὕβρει, Ἡρόδ. 2. 121, 4· δόμων ἐπὶ λύμῃ Αἰσχύλ. Θήβ. 879 ὑπ’ ἄφρονι λύμᾳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 377· ἄνδρα οὕτω αἰσχρῶς λύμῃ διακείμενον Ἡρόδ. 2. 162· ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γένοιτο μεγάλῃ λ. τῇ πόλει Πλάτ. Νόμ. 919C· λ. καρπῶν καὶ προβάτων Ξεν. Οἰκ. 5, 6· χωρὶς τῆς ἄλλης λύμης, ἐκτὸς τῆς ἄλλης βλάβης, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 752· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., βλάβαι, ὕβρεις, ἀτιμώσεις, λύμῃσι λυμαίνεσθαι Ἡρόδ. 6. 12· χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς Σοφ. Ἠλ. 1195, πρβλ. 1196· λύμαις ἐχθίσταις φθείρειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1068· ταῖσδ’ ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις Αἰσχύλ. Πρ. 148, πρβλ. 426. II. = λῦμα, ῥύπος, ἀκαθαρσία, Πολύβ. 5. 59, 11. (Οἱ τύποι λύμη καὶ λῦμα, φαίνεται ὅτι ἐν ἀρχῇ ἦσαν συνώνυμοι, ἀλλ’ ἡ χρῆσις ὥρισεν εἰς ἑκάτερον ἰδιαίτερον κλάδον τῆς κοινῆς των σημασίας.)

Greek Monolingual

λύμη, ἡ (Α)
1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα
2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.)
3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμακαθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις δὲ θρῖπες καὶ τερηδόνες συμφυεῖς εἰσι λῡμαι», Πολ.)
4. οικονομική ζημία
5. στον πληθ. αἱ λῡμαι
οι βλάβες, οι ατιμώσεις, οι προσβολές («χερσὶ καὶ λύμαισι καὶ πᾶσιν κακοῖς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος θηλυκού του λῦμα (I), (πρβλ. βρῶμα: βρώμη, γνῶμα: γνώμη, χάρμα: χάρμη). Για ετυμολ. βλ. λ. λύμα (I).
ΠΑΡ. λυμαίνω, λυμεών
αρχ.
λυμήτης.

Greek Monotonic

λύμη: [ῡ], ἡ,
I. κακή, υβριστική μεταχείριση, κακοποίηση, βλάβη, φθορά, όλεθρος, ακρωτηριασμός, σε Ηρόδ., Αισχύλ., κ.λπ.· στον πληθ., ύβρεις, ατιμίες, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. λῦμα, ρύπος, ακαθαρσία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

λύ¯μη, ἡ,
I. brutal outrage, maltreatment, maiming, Hdt., Aesch., etc.:—in pl. outrages, indignities, Hdt., Aesch.
II. = λῦμα, defilement, Polyb.

English (Woodhouse)

ill treatment, outrage, act of disfiguring, despiteful treatment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

damage

Albanian: dëmtim, dëm; Arabic: عُطْل‎, ضَرَر‎, أِضْرَار‎, تَلَف‎, خَسَارَة‎; Armenian: վնաս; Asturian: dañu; Avar: зарар; Azerbaijani: xəsarət, zərər; Bashkir: зыян; Belarusian: пашкоджанне, шкода, страта; Bengali: সদমা; Bulgarian: щета, ущъ́рб; Catalan: dany, perjudici, damnatge; Chinese Mandarin: 損害/损害; Min Nan: 損害/损害, 敗害/败害; Czech: poškození, škoda; Dalmatian: damno; Danish: skade, beskadigelse; Dutch: schade; Esperanto: damaĝo; Estonian: kahju; Finnish: vaurio, vahinko, tuho, hävitys; French: dégât, dommage; Friulian: dam, daneç; Galician: dano; Georgian: ზიანი, ვნება, გაფუჭება; German: Schaden; Greek: ζημιά, ζημία; Ancient Greek: ἀγγρία, ἀδικία, ἀδίκιον, ἀλυσιτέλεια, ἀποτριβή, ἀτηρία, βλάβα, τὸ βλαβερόν, βλάβη, βλάβος, βλάμμα, βλάψις, δήλησις, ἐλάσσωσις, ἐλάττωσις, ζαμία, ζημία, ζημίωμα, κακία, κάκωσις, λύμη, τραῦμα, ὕβρις, φθορά, φθορή; Hebrew: נֶזֶק‎; Hindi: नुक़सान, हानी, क्षति; Hungarian: kár; Ingrian: kaiho; Irish: damáiste, díobháil, millteanas; Istriot: dagno; Italian: danno; Japanese: 痛手, 損害, 損傷; Kazakh: зиян, нұқсан; Korean: 손해(損害), 손상(損傷); Kurdish Northern Kurdish: zîyan; Kyrgyz: зыян; Latin: captio, damnum, detrimentum, incommoditas, malum, noxa, zamia; Latvian: bojājums, postījums; Lithuanian: žala, nuostolis, sugadinimas; Lombard: dann; Macedonian: штета, оштетување; Malay: kerosakan; Maori: pākarutanga; Middle English: damage; Mongolian Cyrillic: гэмтэл; Mongolian: ᠭᠡᠮᠲᠦᠯ; Norwegian Bokmål: skade; Nynorsk: skade; Occitan: damatge; Old English: æfwerdelsa, æfwerdla, hearm, æfwyrdla; Ottoman Turkish: ضرر‎, زیان‎, مضرت‎; Persian: زیان‎, خسارت‎, آسیب‎, آک‎, ضرر‎; Polish: uszkodzenie, szkoda; Portuguese: avaria, dano, estrago; Romanian: daună, avarie, pagubă, deteriorare; Romansch: donn; Russian: повреждение, ущерб, вред; Sanskrit: क्षति; Scottish Gaelic: coire, milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ште̏та; Roman: štȅta; Sicilian: dammaggiu; Slovak: poškodenie, škoda; Slovene: škoda; Spanish: daño, damno; Swedish: skada; Tagalog: pinsala, nasira, nagiba, kapinsalaan; Tajik: зарар, вайрон, зиён, хисорат; Tatar: зыян; Thai: ความเสียหาย; Tocharian B: karep; Turkish: zarar, hasar; Turkmen: zyýan; Ukrainian: пошкодження, шкода, збитки; Urdu: نقصان‎; Uyghur: زىيان‎; Uzbek: zarar, ziyon; Welsh: difrod, amhariad, amhariadau; West Frisian: skea