παρενθεῖν

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Dor. for παρελθεῖν,

   A v. παρέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

παρενθεῖν: Δωρ. ἀντὶ παρελθεῖν, Θεόκρ. 15. 60.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 dor. de παρέρχομαι.

Greek Monotonic

παρενθεῖν: Δωρ. αντί παρελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρέρχομαι.