παρενθεῖν
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Dor. for παρελθεῖν, v. παρέρπω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 dor. de παρέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρενθεῖν: дор. Theocr. inf. aor. 2 к παρέρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρενθεῖν: Δωρ. ἀντὶ παρελθεῖν, Θεόκρ. 15. 60.
Greek Monotonic
παρενθεῖν: Δωρ. αντί παρελθεῖν, απαρ. αορ. βʹ του παρέρχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρενθεῖν Dor. voor παρελθεῖν, zie παρέρχομαι.