πανδαμεί

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

πᾰν-δᾱμος,

   A v. πανδημεί πάνδημος.

Greek (Liddell-Scott)

πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. ἀντὶ πανδημεί, πάνδημος.

French (Bailly abrégé)

adv.
dor.
avec le peuple entier, en corps, en masse.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.

Greek Monotonic

πανδαμεί: πάνδαμος, Δωρ. αντί πανδημεί, πάνδημος.