παριδρύω

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A set up beside, Hsch. :—Med., AP9.315 (Nic., παριδρῠεται, s. v. l.), Ph.2.347 :—Pass., ib. 151, al.

German (Pape)

[Seite 522] daneben niedersetzen, errichten, Nicias (IX, 315) u. a. Sp. im med.

Greek (Liddell-Scott)

παριδρύω: ἱδρύω πλησίον, «παριδρύσαντες παρακαθίσαντες» Ἡσύχ.˙- ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 315˙- Παθητ., Φίλων 2. 159.

French (Bailly abrégé)

établir ou élever auprès de;
Moy. παριδρύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, ἱδρύω.

Greek Monolingual

Α
ιδρύω, εγκαθιδρύω κοντά σε κάτι.

Greek Monotonic

παριδρύω: ιδρύω, αποικίζω πλησίον — Μέσ., σε Ανθ.