πατάξ

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. εὐράξ 11. παταπῶ· πάλαι ποτέ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

πατάξ: ἴδε εὐράξ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» — αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος.

Greek Monotonic

πατάξ: βλ. εὐράξ.