A v. εὐράξ 11. παταπῶ· πάλαι ποτέ, Hsch.
πατάξ: ἴδε εὐράξ.
Αεπίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» — αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος.
πατάξ: βλ. εὐράξ.