πατάξ
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
v. εὐράξ ΙΙ. παταπῶ· πάλαι ποτέ, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πατάξ: ἴδε εὐράξ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» — αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος.
Greek Monotonic
πατάξ: βλ. εὐράξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατάξ weg!, kst! (geluid om vogels weg te jagen).