εκδίωξη
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
η (AM ἐκδίωξις)
βίαιη απομάκρυνση, αποπομπή
αρχ.
1. καταδίωξη
2. απόκρουση.