πεντετριάζομαι

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be conquered five times, AP11.84 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντετριάζομαι: ἀποθ., νικῶ πεντάκις κατὰ σειράν, νικῶ ἐν ἀγῶνι πεντάθλου, Ἀνθ. Π. 11. 84.

Greek Monolingual

Α
παθ. νικώμαι πέντε φορές σε ένα αγώνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε- (βλ. πεντα-) + τριάζω «νικώ»].

Greek Monotonic

πεντετριάζομαι: αποθ., κυριεύω πέντε φορές, σε Ανθ.