πεντάκις
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
[ᾰ], Adv. five times, Pi.N.6.19, A.Pers.323, Ar. Pax242, Isoc.5.5:—later πεντάκῐ, Opp.C.3.56, AP13.15, Iamb. in Nic.p.80 P., al.
German (Pape)
[Seite 556] adv., fünfmal; Aesch. Pers. 315 Pind. N. 6, 19 u. Folgde überall.
French (Bailly abrégé)
adv.
cinq fois.
Étymologie: πέντε, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
πεντάκῐς: (ᾰ) adv. пятикратно, пять раз Pind., Aesch., Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάκῐς: [ᾰ], ἐπιρρ., πέντε φοράς, Πινδ. Ν. 6. 33, Αἰσχύλ. Πέρσ. 323, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Ἱσοκρ. 83Β· ― παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς πεντάκῐ, Ὀππ. Κυν. 3. 56, Ἀνθ. Π. 13. 15.
English (Slater)
πεντᾰκις five times καὶ πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος (N. 6.19)
English (Strong)
multiplicative adverb from πέντε; five times: five times.
Greek Monolingual
ΝΑ, και πεντάκι και πεμπτάκις και πεμπάκι Α
επίρρ. πέντε φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε / πέμπε + επιρρμ. κατάλ. -άκις / -άκι (πρβλ. εξάκις)].
Greek Monotonic
πεντάκῐς: [ᾰ], (πέντε), επίρρ., πέντε φορές, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· σε μεταγεν. ποιητές πεντάκῐ, σε Ανθ.
Middle Liddell
πέντε
five times, Pind., Aesch., etc.:—in late Poets πεντάκῐ, Anth.
Chinese
原文音譯:pentak⋯j, (pent£kij) 偏他企士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:五(次)
字義溯源:五次,五倍;源自(πέντε)*=五)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 五次(1) 林後11:24