αγώνισμα
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
το (Α ἀγώνισμα) ἀγωνίζομαι
1. συναγωνισμός, διαγωνισμός
2. αθλητικός αγώνας, άθλημα
αρχ.
1. σύγκρουση, συμπλοκή, μάχη
2. κατόρθωμα, επίτευγμα
3. έπαθλο
4. έκβαση, αποτέλεσμα, συνέπεια
5. ρητορικό γύμνασμα
6. επιχειρήματα στα οποία στηρίζεται μια υπόθεση, η βάση
7. πληθ. τα ἀγωνίσματα
γενναίες πράξεις, ανδραγαθήματα
(για τους ιππείς) δεξιοτεχνήματα
8. φρ. «ἀγώνισμα ποιοῦμαί τι», θεωρώ κάτι μέλημά μου, έχω ως έργο μου.