παυροεπής

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ές,

   A of few words, AP7.713 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 537] ές, von wenig Worten, wortkarg, Antip. Sid. 47 (VII, 713), von der Erinna, die wenig gedichtet hatte.

Greek (Liddell-Scott)

παυροεπής: -ές, ὁ ὀλίγα λέγων, ὀλιγολόγος, Ἀνθ. Π. 7, 713.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a fait peu de vers.
Étymologie: παῦρος, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι-επής].

Greek Monotonic

παυροεπής: -ές (ἔπος), ολιγόλογος, σε Ανθ.