λιγόλογος
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
Greek Monolingual
και ολιγόλογος, -η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)
αυτός που λέγει λίγα, λακωνικός
νεοελλ.
αυτός που λέγεται με λίγα λόγια, βραχυλόγος, σύντομος («λιγόλογη επιστολή»).