λιγόλογος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

και ολιγόλογος, -η, -ο (Μ ὀλιγόλογος, -ον)
αυτός που λέγει λίγα, λακωνικός
νεοελλ.
αυτός που λέγεται με λίγα λόγια, βραχυλόγος, σύντομος («λιγόλογη επιστολή»).