περίσεμνος

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A very august, ἀρχή Ar.V.604, cf. Eup.333.

German (Pape)

[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr ehrwürdig, Ar. Vesp. 604.

Greek (Liddell-Scott)

περίσεμνος: -η, -ον, πάνυ σεμνός, σεβαστός, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très grave, majestueux.
Étymologie: περί, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ σεμνός, πολύ σεβαστός, εξαιρετικά σεβάσμιος («τὴν περίσεμνον τριάδα», Φίλ.).

Greek Monotonic

περίσεμνος: -η, -ον, πολύ σεμνός, σε Αριστοφ.