πλεύνως

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Adv. Ion. for πλεόνως, (πλέων)

   A too much, Hdt.5.18 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 631] adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πλεύνως: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ πλεόνως, (πλέον) παρὰ πολύ, Ἡρόδ. 5. 18.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πλεόνως.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων.

Greek Monotonic

πλεύνως: επίρρ. Ιων., αντί πλεόνως (πλέων), σε Ηρόδ.