πλεόνως
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
v. πλείων.
German (Pape)
[Seite 630] adv. von πλέων, mehr, Her. 3, 34, zu sehr, s. auch πλεύνως.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus, en plus grande quantité ou en plus grand nombre.
Étymologie: πλέων.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. πλειόνως.
Russian (Dvoretsky)
πλεόνως: ион. πλεύνως adv. слишком, чрезмерно: τῇ φιλοινίῃ π. προσκέεσθαι Her. чрезмерно предаваться пьянству.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεόνως [πλέων] adv., te zeer, te erg.