πλεύνως
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
Adv. Ion. for πλεόνως, (πλέων) too much, Hdt.5.18 (v.l.).
German (Pape)
[Seite 631] adv., ion. st. πλεόνως, zu sehr, Her. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πλεόνως.
Greek (Liddell-Scott)
πλεύνως: Ἐπίρρ. Ἰων. ἀντὶ πλεόνως, (πλέον) παρὰ πολύ, Ἡρόδ. 5. 18.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. ιων. τ. βλ. πλείων.